- ακαταλάγιαστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν καταλαγιάζει, δεν ησυχάζει: Τα ζωντανά ψες βράδυ ήταν ακαταλάγιαστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαταλάγιαστος — η, ο [καταλαγιάζω] αυτός που δεν καταλαγιάζει, ο ανήσυχος … Dictionary of Greek